- ιαβέρειος
- ος, ο[ν] неумолимый, непреклонный, жёсткий, требовательный (по имени полицейского Жобера из «Отверженных» Гюго)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιαβέρειος — α, ο αυτός που συμπεριφέρεται σαν τον Ιαβέρη, τον πασίγνωστο αστυνομικό τών Αθλίων τού Β. Ουγκώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ιαβέρης] … Dictionary of Greek
ιαβέρειος — α, ο που συμπεριφέρεται κατά τον τρόπο του Ιαβέρη, πιστός τηρητής του καθήκοντος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)